κόρυδος

κόρυδος
κόρυδος και κορυδός, ὁ, και κορυδός, ἡ, και κορυδών, ὁ, και κορύδυλις, ἡ (Α)
ο κορυδαλ(λ)ός («ὥσπερ τὰ παιδία τὰ τοὺς κορύδους διώκοντα», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς* «περικεφαλαία» με επίθημα -δο- (πρβλ. λύγ-δο-ς, ράβ-δο-ς). Ανάλογη στον σχηματισμό της είναι η ονομ. τού ελαφιού σε ορισμένες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. αρχ. σαξ. hiro-t, αρχ. άνω γερμ. hiru-z (< ΙE *keru-d-). Με την προσθήκη τού επιθήματος -αλ- (πρβλ. αγκ-άλ-η, ομφ-αλ-ός) προέκυψε ο τ. κορυδ-αλ-ός. Ο παρλλ. τ. κορυδαλλός οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόρυδος — lark masc nom sg κορυδός lark fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδός — lark fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κόρυδος — lark masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύδου — κόρυδος lark masc gen sg κορυδός lark fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύδους — κόρυδος lark masc acc pl κορυδός lark fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύδων — κόρυδος lark masc gen pl κορυδός lark fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορύδῳ — κόρυδος lark masc dat sg κορυδός lark fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυδοι — κόρυδος lark masc nom/voc pl κορυδός lark fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρυδον — κόρυδος lark masc acc sg κορυδός lark fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδοῖς — κορυδός lark fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”